Από τις βραβευμένες με Πούλιτζερ δημοσιογράφους που αποκάλυψαν το σκάνδαλο της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης από τον Χάρβεϊ Γουάινστιν για την New York Times, Τζόντι Κάντορ και Μέγκαν Τούι, η καθηλωτική άγνωστη ιστορία της έρευνάς τους και των συνεπειών της για το κίνημα #MeToo
Από τις βραβευμένες με Πούλιτζερ δημοσιογράφους που αποκάλυψαν το σκάνδαλο της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης από τον Χάρβεϊ Γουάινστιν για την New York Times, Τζόντι Κάντορ και Μέγκαν Τούι, η καθηλωτική άγνωστη ιστορία της έρευνάς τους και των συνεπειών της για το κίνημα #MeToo
Στις 5 Οκτωβρίου 2017, η New York Times δημοσίευσε ένα άρθρο των Τζόντι Κάντορ και Μέγκαν Τούι – και ο κόσμος άλλαξε. Επί μήνες, οι Κάντορ και Τούι έκαναν εμπιστευτικές συζητήσεις με κορυφαίες ηθοποιούς, πρώην υπαλλήλους του Γουάινστιν, και άλλες πηγές, μαθαίνοντας για ανησυχητικές καταγγελίες, θαμμένες για πολύ καιρό, κάποιες από τις οποίες είχαν συγκαλυφθεί με επαχθείς νομικούς συμβιβασμούς. Οι δημοσιογράφοι κατάφεραν με πολύ κόπο να ξεμπερδέψουν ένα κουβάρι μυστικών πληρωμών και συμβάσεων εμπιστευτικότητας που τυλιγόταν επί δεκαετίες, πίεσαν μερικές από τις πιο διάσημες γυναίκες στον κόσμο –και κάποιες άγνωστες– να διακινδυνεύσουν μια δημόσια καταγγελία, και αντιμετώπισαν κατά πρόσωπο τον Γουάινστιν, την ομάδα των ακριβοπληρωμένων συνηγόρων τους, ακόμη και τους ιδιωτικούς ερευνητές του.
Αλλά τίποτα δεν μπορούσε να τις έχει προετοιμάσει για ό,τι ακολούθησε τη δημοσίευση του άρθρου τους για την υπόθεση Γουάινστιν. Μέσα σε διάστημα λίγων ημερών, ένα κουτί της Πανδώρας γεμάτο καταγγελίες για σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση άνοιξε, και γυναίκες που υπέφεραν σιωπηλά επί γενιές ολόκληρες άρχισαν να μιλούν δημόσια, με την πεποίθηση ότι ο κόσμος θα καταλάβαινε τις ιστορίες τους. Τους επόμενους δώδεκα μήνες, εκατοντάδες άντρες από κάθε κοινωνική και επαγγελματική τάξη θα καταγγέλλονταν δημόσια για κακομεταχείριση συναδέλφων τους. Αλλά μήπως οι αλλαγές ήταν υπερβολικά σαρωτικές – ή μήπως δεν είχαν καν προχωρήσει όσο θα έπρεπε; Αυτά τα ερωτήματα ώθησαν τις δύο δημοσιογράφους στη νέα φάση του ρεπορτάζ τους και σε ορισμένες από τις πιο εντυπωσιακές ανακαλύψεις τους. Την εποχή της έρευνας, οι γυναίκες είχαν στα χέρια τους περισσότερη δύναμη από ποτέ. Ο αριθμός των επαγγελμάτων που θεωρούνταν σχεδόν αποκλειστικά ανδρικά –αστυνομικός, στρατιώτης, πιλότος αεροσκάφους– είχαν περιοριστεί, τείνοντας προς την εξαφάνιση. Γυναίκες ήταν στο τιμόνι κρατών όπως η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο και εταιρειών όπως η PepsiCo και η αυτοκινητοβιομηχανία General Motors. Σε μία εργασιακή χρονιά, ήταν δυνατόν για μια γυναίκα ηλικίας τριάντα και κάτι να κερδίσει περισσότερα χρήματα από όσα είχαν κερδίσει όλες οι προγόνισσές της μαζί. Πολύ συχνά, παρ’ όλα αυτά, οι γυναίκες δέχονταν σεξουαλική παρενόχληση.
Επιστημόνισσες και σερβιτόρες, μαζορέτες, διευθυντικά στελέχη και εργάτριες ήταν αναγκασμένες να ανέχονται με ένα αμήχανο χαμόγελο ανεπιθύμητα αγγίγματα και χειρονομίες, πονηρά βλέμματα και ανάρμοστες οικειότητες, προκειμένου να πάρουν ένα φιλοδώρημα, τον μισθό τους ή μια αύξηση. Η σεξουαλική παρενόχληση ήταν παράνομη – αλλά ταυτόχρονα ήταν υπόθεση ρουτίνας σε ορισμένα επαγγέλματα. Συχνά, οι γυναίκες που μιλούσαν απαξιώνονταν ή γελοιοποιούνταν. Τα θύματα ήταν συχνά αόρατα και απομονωμένα το ένα από το άλλο. Η καλύτερη επιλογή που είχαν, θεωρούσαν πολλοί, ήταν να δεχτούν χρήματα, συνήθως με τη μορφή εξωδικαστικού συμβιβασμού, σε αντάλλαγμα για τη σιωπή τους – μια υπόσχεση, ουσιαστικά, ότι τα θύματα δεν θα εξέθεταν ποτέ τους ανθρώπους που τα είχαν κακοποιήσει. Οι παραβάτες, εν τω μεταξύ, συχνά ανέβαιναν σε όλο και υψηλότερες βαθμίδες επιτυχίας και αναγνώρισης. Άνθρωποι που ασκούσαν αρενόχληση γίνονταν πολλές φορές αποδεκτοί, και πολλές φορές εκθειάζονταν, ως άτακτα αγοράκια.
Με εξόχως λεπτομερή ανάλυση και ερευνητική δεινότητα, οι Κάντορ και Τούι μας οδηγούν για πρώτη φορά κατευθείαν στην καρδιά αυτής της κοινωνικής μεταβολής, με μια ζωντανή, σχεδόν λεπτό προς λεπτό περιγραφή του αγώνα που χρειάστηκε για να βγάλουν το θέμα και με ένα εκτενές προφίλ τόσο των δυνάμεων που παρακώλυαν όσο και εκείνων που υποκινούσαν την αλλαγή. Περιγράφουν το εκπληκτικό ταξίδι εκείνων που μίλησαν –για χάρη άλλων γυναικών, για τις μελλοντικές γενιές, και για τον εαυτό τους– αλλάζοντας έτσι όλους μας.
Μετά την υπόθεση Γουάινστιν, εκατομμύρια γυναίκες σε όλον τον κόσμο έλεγαν τις δικές του ιστορίες κακομεταχείρισης. Μεγάλος αριθμός ανδρών αναγκάστηκε ξαφνικά να απολογηθεί για την καταχρηστική συμπεριφορά του, και άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο λογοδοσίας. Η δημοσιογραφία είχε συμβάλει στην πυροδότηση μιας μεταβολής παραδείγματος. Επί χρόνια, μια αλλαγή προχωρούσε αργά, χάρη στις προσπάθειες πρωτοπόρων φεμινιστριών, νομικών, άλλων δημοσιογράφων, και ακτιβιστριών όπως η Ταράνα Μπερκ, η οποία είχε ξεκινήσει το κίνημα #MeToo μία δεκαετία νωρίτερα. Αλλά τώρα συνέβαινε μια πιο ξαφνική μεταμόρφωση. Σε έναν κόσμο όπου τόσο πολλά πράγματα μοιάζουν στάσιμα, πώς γίνεται να συμβεί μια τόσο ανατρεπτική κοινωνική αλλαγή; Τίποτα όσον αφορά αυτήν την αλλαγή δεν ήταν αναπόφευκτο, τίποτα δεν είχε προβλεφθεί. Το μόνο πράγμα που ήταν βέβαιο καθώς ξεκινούσε το ρεπορτάζ για τον Γουάινστιν ήταν η μέθοδος. Προκειμένου να αποκαλύψουν αυτήν την υπόθεση, η Τζόντι και η Μέγκαν αξιοποίησαν τα εργαλεία της ερευνητικής δημοσιογραφίας που είχαν χρησιμοποιήσει πολλές φορές ως τώρα για να γράψουν τα άρθρα τους.
Έγραψαν για το βιβλίο:
«Άρτιo και συναρπαστικό… Το She Said μοιάζει λίγο με μια φεμινιστική εκδοχή του Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου».
—Susan Faludi, The New York Times Book Review
«Από την πρώτη στιγμή, ένα κλασικό έργο ερευνητικής δημοσιογραφίας»—CarlosLozado, WashingtonPost
«Βαθιά συναρπαστικό, όπως το Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου, αλλά λιγότερο κομπαστικό» —NPR
«Εθιστικό ανάγνωσμα, με κύριο χαρακτηριστικό την καθηλωτική, λεπτό προς λεπτό περιγραφή της σύνθεσης του θέματος, και γεμάτο με κάθε λογής εκπληκτικές λεπτομέρειες… Από πολλές απόψεις, το She Said είναι πιο σημαντικό βιβλίο από το Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου». —Los Angeles Times Review
«Επαγγελματικό πόνημα που συχνά διαβάζεται σαν καθηλωτικό αστυνομικό μυθιστόρημα» —The Atlantic
«Ένα θρίλερ αντάξιο του Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου» —The Guardian
« Από την πρώτη στιγμή, ένα κλασικό έργο ερευνητικής δημοσιογραφίας. Αν σας έπεσε το σαγόνι με τις αρχικές καταγγελίες της εφημερίδας εναντίον του αδίστακτου κινηματογραφικού μεγιστάνα, ετοιμαστείτε να το μαζέψετε από το πάτωμα καθώς οι συγγραφείς Τζόντι Κάντορ και Μέγκαν Τούι διηγούνται πώς αποκάλυψαν την υπόθεση». —Monica Hesse, The Washington Post
«Το She Said, ένα χρονικό της εποχής του #MeToo από τις Τζόντι Κάντορ και Μέγκαν Τούι, αποκαλύπτει τη δύναμη γυναικών που, μαζί, αρνήθηκαν να μείνουν σιωπηλές». —The New Republic
«Τζόντι Κάντορ και Μέγκαν Τούι είναι δύο ονόματα που οι μελλοντικές γενιές θα τα μαθαίνουν από τα βιβλία της ιστορίας». —Mashable
«Διαβάζεται σαν δημοσιογραφικό θρίλερ στο στιλ του Όλα στο φως, με παρόμοιες ηθικές διακυβεύσεις και περιπλοκές». —Fast Company
«Μια ιστορία σχολαστικής, θαρραλέας δημοσιογραφίας που κάνει στους πατριάρχες του Χόλιγουντ ό,τι έκαναν ο Μπομπ Γούντγουορντ και ο Καρλ Μπερνστάιν στην κυβέρνηση Νίξον». —The Times (Μεγάλη Βρετανία)
Οι συγγραφείς: Η Τζόντι Κάντορ και η Μέγκαν Τούι είναι ερευνητικές δημοσιογράφοι της New York Times. Η Κάντορ έχει ασχοληθεί ειδικά με τον εργασιακό χώρο, και ειδικότερα με τη μεταχείριση των γυναικών, στη δουλειά της, έχει καλύψει δύο προεδρικές προεκλογικές εκστρατείες, και έχει γράψει το βιβλίο The Obamas. H Τούι έχει σε μεγάλο βαθμό εστιάσει την προσοχή της στη μεταχείριση των γυναικών και των παιδιών, και, το 2014, ως ρεπόρτερ του Reuters News, ήταν υποψήφια για το Βραβείο Ερευνητικής Δημοσιογραφίας Πούλιτζερ. Οι Κάντορ και Τούι μοιράστηκαν πολλές τιμητικές διακρίσεις για την αποκάλυψη της υπόθεσης Γουάινστιν, μεταξύ άλλων το βραβείο Τζορτζ Πολκ, και, μαζί με συναδέλφους, το Βραβείο Πούλιτζερ για την Υπηρέτηση του Δημοσίου Συμφέροντος.